Photobucket

This too shall pass.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Εκείνος



Και εκείνη μου είπε πως έκανα ό,τι έπρεπε και ό,τι μπορούσα να κάνω. Ο κύκλος αυτός έπρεπε να κλείσει. 
Δίκαιο είχε δυστυχώς.

Είναι όμορφο να ξέρεις ότι κάποιος είναι πάντα εκεί για σένα. 
Για μένα έτσι είναι εκείνος. Θα μου λείψεις. 
Εσύ είχες την ευκαιρία σου και φάνηκε να μην την θες. 
Εκείνος όμως, πάλεψε για μένα, ήρθε από πίσω μου όταν εγώ γύρισα την πλάτη, με κυνήγησε. Δεν άρπαξε απλά την ευκαιρία, προσπάθησε για αυτή, την ζήτησε.

Δεν σε κατηγορώ. Δεν μπορούσα να έχω απαιτήσεις. Γι’ αυτό και δεν το έκανα ποτέ. 
Δεν σου ζήτησα τίποτα, γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσες να το δώσεις.   
Δεν γράφω για να παραπονεθώ, υποσχέθηκα θα γίνω καλά.

Ξέρεις, διαβάζεις για τον έρωτα, ακούς για τον έρωτα, βλέπεις ταινίες για τον έρωτα, νομίζεις πως τον γνωρίζεις. Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να λέει «δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι για κανέναν», μα όσες φορές και να με ρώτησαν αν είμαι ερωτευμένη, δεν έγνεψα ούτε μια φορά καταφατικά, έλεγα δεν ξέρω. Πάντα πίστευα ότι όταν ερωτευτώ, θα το καταλάβω, δεν θα χρειαστεί να το σκεφτώ. Δεν θα υπάρχει χώρος για «δεν ξέρω». Θα ξέρω.

Τώρα; Αν με ρωτούσες τώρα, θα φώναζα πως ναι. 
Με όλη μου την ψυχή, με όλη μου την δύναμη, θα τσίριζα να το ακούσουν όλοι, θα έχανα την φωνή μου στην προσπάθεια μου να το διαδώσω, μα δεν θα έμενε κανείς χωρίς να το μάθει . 
Ναι τώρα πια ξέρω, είμαι.

Είναι αναμενόμενο όμως στην ζωή μας, να χάνουμε ό,τι αγαπάμε. 
Όπως διάβασα κάπου, αν δεν το χάσουμε, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τι σήμαινε πραγματικά για μας;

«Λένε πως όπου, ένας έρωτας πεθαίνει, μια ανάμνηση φυτρώνει την αγάπη να ζεσταίνει μες το κρύο, εκεί που κάθε μας πικρό αντίο, κόβει λίγο απ’ το οξυγόνο της ψυχής για να ανασαίνει.»

Και ο δικός μας πέθανε. Βασικά ίσως θα ήταν καλύτερα να πω ότι ο δικός μου πέθανε. 
Για σένα μάλλον δεν υπήρξε. 
Έκανα λάθη, παραπάνω από όσα περίμενα ποτέ ότι θα κάνω. Έχασα τον εαυτό μου στην πορεία. Αναρωτήθηκα τι είχα πλέον απογίνει. Κανείς όμως δεν ήταν εκεί να μου απαντήσει.

Σε χάνω. Το βλέπω τώρα πια. Γυρίσαμε πίσω. Δυο χρονιά πίσω.
Κάποιες στιγμές πίστευα πως ήσουν δικός μου, μα τώρα πια έχω αρχίσει να αμφιβάλλω.  Γιατί βρίσκεις αγκαλιά πλέον αλλού. Έχεις αλλού να μιλήσεις, αλλού να απευθυνθείς. Κάνεις όμως δεν είναι όπως εγώ. Σε χάνω. Έφυγες μέσα στην νύχτα. Έκανες αυτό που ήξερες καλυτέρα από οτιδήποτε άλλο να κάνεις. 
Και το πρωί δεν ήσουν εκεί. 
Και πόνεσα. 
Και δεν είσαι πια τα πρωινά εκεί. 
Και δεν θα ξανά είσαι ποτέ.

Κάθε βράδυ λες ότι μ’ αγαπάς και κάθε βράδυ περιμένω να το ακούσω. 
Μα όσο περνά ο καιρός, ο χρόνος της αναμονής, όλο και λιγοστεύει. 
Ξέρω ότι όπου να’ ναι θα πάψω να το κάνω και αυτό. Σταμάτησες.

Μα εκείνος..ξαναγυρίζουμε σε εκείνον. 
Εκείνος όταν με κοίταξε, είδε στην ψυχή μου. 
Είδε τις πληγές που εσύ άφησες όταν έφυγες, και άνοιξε τα χέρια του να κουρνιάσω μέσα εκεί. Σαν ένα πουλί που κάποτε ήταν ελεύθερο μα τώρα είχε ξεχάσει να πετάει, αναζήτησα καταφύγιο στα δυο του χέρια.
Δεν έκλεισαν ποτέ.

Σιγά σιγά θυμήθηκα πως ήταν να πετάω. Εκείνος μου το έδειξε. 
Ήταν δίπλα μου, και μου έμαθε να κουνάω τα φτερά μου. 
Έδειξε τέτοια υπομονή, με λύτρωσε.

Ήταν το στήριγμα μου. 
Σαν ένα μωρό παιδί, που φοβισμένο τρέχει το βράδυ στην μαμά του, έτρεξα και εγώ σε εκείνον. 
Μου έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου, να περπατάω, να μιλάω. 
Μου έμαθε να γελάω, και μαζί του γελάω πάλι σαν παιδί.

Με εκείνον όλα είναι αλλιώς.
Μα εκείνος, δεν είναι εσύ. Κανείς δεν είναι. Κανείς δεν θα μπορέσει να είναι. Ποτέ.

Το ποτέ, είναι πολύς καιρός, μα εδώ η λέξη ταιριάζει.

Ελπίζω να βρεις κάτι στην ζωή σου να σε γεμίζει. 
Και αν το βρεις, μην κανείς το ίδιο λάθος με μένα, κρατά το σφιχτά και φύλαξε το με όλη σου την δύναμη. 

Μην σε νοιάζει για μένα. 
Θα γίνω καλά, το ξέρω.
Να προσέχεις.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Το τραίνο






«Δεν θέλω να μιλάς, δεν θέλω να κοιτάς, δεν θέλω να σε ξέρω, δεν θέλω να μ' αγαπάς.»


Κι έμεινα εκεί, να κοιτάζω αυτό που μόλις είχες γράψει. 
Και πες μου, τι ένιωσες όταν μου το πες; Χαρά, ευχαρίστηση ή μήπως ικανοποίηση;  
Άπλωσα τα χέρια μου, να σου απαντήσω, και τα δάχτυλα μου δεν είχαν ζωή. Όσο και να τα πίεζα, δεν μπορούσαν να κουνηθούν, να φτάσουν τα πλήκτρα. 
Σταμάτησα ένα λεπτό, σκέφτηκα τι να σου πω, έγραψα μια δυο γραμμές, και μετά τις διέγραψα, έκανα ότι δεν υπήρξαν ποτέ.


Τι έπρεπε να κάνω;
Δεν ήξερα. Ακόμα δεν ξέρω. Ώρες μετά, όσο και να το σκεφτώ, μια σωστή απάντηση στα δικά σου λόγια, δεν μπορώ να βρω. 
Δεν υπάρχει.


Λυπάμαι. Πώς γίνεται να ξέχασες ό,τι έκανε; Να της συγχώρεσες τα πάντα; 
Πώς γίνεται να ξέχασες εμένα;
Πώς;


Αγαπημένος στίχος -τουλάχιστον για σήμερα- θα έλεγα πως είναι αυτός των Linkin Park: 'Sometimes goodbye is the only way.'
Θα μπορούσα να τον βάλω στην επανάληψη, να τον ακούσω εκατοντάδες φορές, μα ποτέ δεν θα τον κάνω δικό μου.


Δεν μπορώ να σε αφήσω. Μα πρέπει. Να προχωρήσω, να ξαναβρώ ό,τι έχασα για σένα, με πρώτο και καλύτερο τον εαυτό μου.


Φίλα την ακόμη μια φορά. Άσε την με το φιλί της να σε πάει κάπου καλά για σένα. 
Άσε με εμένα, το καλά έπαψε να βρίσκεται πια στους προορισμούς μου.
Φαίνεται, υπήρχε μόνο ένα δρομολόγιο για εκεί, και φυσικά εγώ έχασα το τραίνο.


Δεν πειράζει. Κρατάω ακόμη σφιχτά το εισιτήριο, να μου θυμίζει τι έχασα.
Ένα εισιτήριο που πλήρωσα ακριβά μα τώρα πια, δεν έχει καμία χρησιμότητα.
 Ένα εισιτήριο, για ένα τραίνο που δεν θα έρθει ποτέ ξανά.


Δεν μπορώ να κοιμηθώ, βλέπω μόνο την μορφή σου.


Ευχαριστώ που δεν μου άφησες ούτε αυτό.
Καλό μεσημέρι.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ποια είμαι;






Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσεις ό,τι ζητούσες για πολύ καιρό, τι κάνεις;
Απλώνεις το χέρι σου και το παίρνεις. Ως εκεί, όλα καλά. Όταν το πάρεις όμως, τι γίνεται; Ποιος σου εγγυάται ότι θα μείνει εκεί; 
Κανείς.


Όταν αποκτάς κάτι που ήθελες απεγνωσμένα, κάνεις τα πάντα για να το κρατήσεις. 
Χάνεσαι και χάνεις. Χάνεις την αξιοπρέπεια σου, εξευτελίζεσαι. Πέφτεις στα πατώματα, και αδυνατείς να σηκωθείς. 
Όταν γευτείς το νέκταρ, πώς ξαναγυρίζεις στο απλό νερό;  Όταν έχεις δει αυτό που ποθούσες περισσότερο από την ζωή σου, να στέκεται δίπλα σου, πώς ξαναγυρίζεις σε μια ζωή χωρίς αυτό;
Πώς; Δεν το κάνεις. Δεν υπάρχει γυρισμός.


Ποια είμαι;
Δεν ξέρω. Ό,τι και να με ρωτήσεις, δεν ξέρω θα σου πω. Αλήθεια είναι, δεν ξέρω.
Πριν κάμποσο καιρό, βρέθηκα να έχω στα χέρια μου, αυτό που αποζητούσα χρόνια τώρα. 
Έκανα τα πάντα για να το κρατήσω, προσπάθησα, ξεπέρασα τον εαυτό μου, είπα και έκανα πράγματα τα οποία αν κάποιος μου έλεγε μισό χρόνο πριν ότι θα κάνω, πιθανότατα να τον περιγελούσα. 
Στην προσπάθεια μου να κρατήσω εκείνον, έχασα εμένα.


Έτσι είναι. 
«Λένε πως όπου κάποιος ζητάει με εγωισμό ό,τι δεν του ανήκει για πάντα να κάνει δικό του, ότι όλα αυτά που είχε επιζητούν πίσω κάθε στιγμή και θα τον βρουν το βράδυ στο όνειρο του.» 


Πώς λοιπόν να κοιτάξω πίσω τώρα πια; 
Πώς να ξαναβρώ εμένα, όταν δεν ξέρω πια τι έχω απογίνει και τι έχει απομείνει από την Ειρήνη που ήξερα; 
Πώς να προχωρήσω, όταν δοκίμασα το νέκταρ και τώρα πια τίποτα άλλο δεν έχει την γεύση την δική του; 
Πώς να συνεχίσω όταν ό,τι και να δοκιμάσω πια, δεν θα καταφέρει πότε να είναι τόσο γλυκό όσο εκείνος; 
Πώς θα προτιμήσω μια άλλη γεύση, όταν έχω ακόμη στα χείλη μου την δική του;


Δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω πια. 
Δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω, πώς είμαι, ποια είμαι, τι θέλω, που πάω.


Είναι βράδυ. Με φοβίζει το σκοτάδι τώρα πια. Μου θυμίζει εκείνον. Και διψάω.
Μα κανένα ποτό δεν φτάνει την δική του γεύση.
Και διψάω, και φοβάμαι.
Πρόσεχε, ξεδίψασε κάποιο άλλο στόμα τώρα. Δεν πειράζει, αρκεί να είσαι καλά.
Καληνύχτα.