Photobucket

This too shall pass.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Μείνε




«Θες να μάθεις τι βλέπω, όταν κλείνω τα μάτια; 
Θες να μάθεις τι κάνω, για να ενώσω τα κομμάτια;»

Τι να σου πρωτοπώ; 
Τι να πρωτοακούσεις; 
Σήμερα με ρώτησες τι είναι αυτό που σκέφτομαι. 
Άνοιξα το στόμα μου, άρχισα να συντάσσω νοητά την απάντηση μου, μα τελικά κατέληξα βουβή. Είχα αμέτρητα πράγματα να πω, μα δεν είπα τίποτα. 

Σήμερα μετά από καιρό ήσουν μαζί μου. 
Και τίποτα δεν είχε σημασία, μόνο εσύ. 
Γιατί είσαι το μόνο πράγμα που σκέφτομαι κάθε μέρα. 
Και άκουγα την φωνή σου, και δάκρυζα κρυφά. Έστρεφα δεξιά το πρόσωπο μου μην τύχει και αντιληφθείς το αντίκτυπο της παρουσίας σου ξανά στην ζωή μου. 
Γιατί σήμερα ήσουν εδώ, μα δεν ξέρω αν θα μείνεις. 
Και δεν αντέχω να χαρώ και μετά να φύγεις. 
Δεν αντέχω να σε ξαναδώ μακριά μου. 

Μου είχες λείψει τόσο. 
Το γέλιο σου, τα μάτια σου, τα χέρια σου, τα πάντα. Μα σήμερα ήταν λες και ήταν όλα όπως πριν. 
Και δεν πίστευα για πολύ καιρό ότι θα μπορούσε να ξανά έρθει η στιγμή αυτή. 
Όπως δεν φανταζόμουν ότι σε ένοιαζε μετά από όσα είχαν γίνει. 

Οι σημερινές δύο ώρες ξεπέρασαν το καλύτερο σενάριο της φαντασίας μου. 
Μου λείπεις.
Μη φύγεις ξανά, σε εκλιπαρώ. 
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Μου πήρε πολύ καιρό, να αποδεχτώ ότι δεν θα είσαι πια δίπλα μου. Έτσι, αν σκοπεύεις να μπεις ξανά στην ζωή μου, κοίτα να μείνεις
Γιατί δεν μου αξίζει να περάσω για ακόμη μια φορά ό,τι πέρασα το καλοκαίρι αυτό. 
Γιατί μπορεί να ήταν εν αγνοία σου, μα τα λόγια σου το έκαναν το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου, τουλάχιστον μέχρι τώρα. 
Και ίσως μετάνιωσες για ό,τι είπες, και σου είπα, αν ήταν κάποιος άλλος δεν θα το ανεχόμουν, μα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με πείραξαν οι λέξεις σου.

Οι λέξεις αυτές, ήταν ό,τι άκουγα κάθε βράδυ. 
Γιατί δεν υπήρχε έστω και ένα βράδυ που το μυαλό μου να μην έτρεξε σε εσένα. 
Δεν υπήρχε ένα βράδυ που να μην σου είπα «καληνύχτα» και ας μη το έμαθες ποτέ. 
Δεν υπήρχε στιγμή που έφυγες από το μυαλό μου. Δεν υπήρχε λεπτό που να μην ένιωσα πόνο για την απουσία σου. 
Δεν υπήρχε δευτερόλεπτο που να μην ένιωθα ότι μου λείπεις.

«Όταν η απουσία, γίνει τρόπος ζωής, όταν ο πόνος, γίνει δρόμος διαφυγής, 
όταν στα πρόσωπα του κόσμου, βλέπω το πρόσωπο σου, 
όταν το δάκρυ μου στο χάρισα και έγινε δικό σου. 
Όταν το εγώ μου είναι μισό, και στο αστέρι μου θολό, 
όταν ξέρω πως υπάρχω μα δεν γίνεται να ζω, 
όταν μέσα μου κοιτώ, βλέπω ένα απύθμενο κενό γιατί δεν έπαψα στιγμή να σ’ αγαπώ.»

Και η αλήθεια είναι πως η απουσία σου δεν πέρασε στιγμή απαρατήρητη.
Σαν ένας αόρατος μανδύας γεμάτος καρφιά, κάλυπτε το κορμί μου.
Ήταν λες και μια τεράστια τρύπα άνοιξε στο στήθος μου. 
Ένα κενό που δεν μπορούσε κανείς να καλύψει.

Ελπίζω σήμερα τουλάχιστον να σου έδωσα να καταλάβεις πόσο ανυπόφορα είναι χωρίς εσένα. 
Και ελπίζω να μείνεις· μόνο αυτό σου ζητάω. 
Τώρα που γύρισες, στάσου δίπλα μου.
Μου έλειψες.

«Cause all I think about is you…»

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Γύρνα.




Γύρνα.
Γιατί τίποτα δεν είναι ίδιο, όσο εσύ δεν είσαι εδώ.
Γιατί δεν μπορώ να ξαπλώσω και να κλείσω τα μάτια μου χωρίς η μορφή σου να ξεπηδήσει και να με στοιχειώσει.
Γιατί χωρίς εσένα είναι δύσκολο πια να χαμογελάσω.
Γιατί μακριά σου, μπορεί ο καθένας να δει τον πόνο στο πρόσωπο μου.
Γιατί είναι δύσκολα για μένα.
Γιατί δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν έχω ζωή.
Γιατί σου έδωσα τα πάντα και έμεινα με το τίποτα.
Γιατί δεν έχω που να μιλήσω, που να στραφώ.
Γιατί η απουσία σου έχει ποτίσει κάθε ίνα του εαυτού μου και δεν μπορώ να προχωρήσω.
Γιατί δεν θέλω να προχωρήσω.
Γιατί δεν πίστευα ποτέ ότι μπορεί να φύγεις και δεν προετοιμάστηκα για αυτό.
Γιατί όταν έφυγες, άφησες ένα κενό και είμαι μισή.
Γιατί κανείς δεν είναι εσύ και κανείς ποτέ δεν θα γίνει.
Γιατί ήσουν δικός μου μια φορά με έναν τρόπο που δεν σε είχε ποτέ κανείς· με έναν τρόπο που δεν είχα ποτέ κανέναν εγώ.
Γιατί σου έδωσα την ψυχή μου και την κρατάς ακόμη· είναι ακόμη δική σου.
Γιατί όλα σε θυμίζουν.
Γιατί όλα φωνάζουν το όνομα σου.
Γιατί βλέπω το πρόσωπο σου όπου και να κοιτάξω, και τα σημάδια σου υπάρχουν παντού.
Γιατί έχεις στιγματίσει την ζωή μου.
Γιατί αν τα δάκρυα είχαν φωνή, θα φώναζαν το όνομα σου.
Γιατί δεν μας άξιζε τέτοιο άδοξο τέλος.
Γιατί δεν μου αξίζει τίποτα από αυτά.
Γιατί δίπλα σου δεν φοβόμουν τίποτα, και δεν μου αρέσει να φοβάμαι.
Γιατί τώρα που δεν είσαι εδώ, τίποτα δεν έχει την σημασία που είχε πριν.
Γιατί δεν μπορώ να σε φέρω πίσω εγώ.
Και κυρίως γύρνα γιατί μου λείπεις. ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ. Μου λείπεις τόσο που πονάω, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. 
Γιατί μπορεί να νόμιζες ότι εγώ θα ξεχάσω, μα όπως βλέπεις έχεις χαράξει την πορεία της ζωής μου. 
Γύρνα γιατί μια μέρα παραδέχτηκες κάτι. Και τώρα το αθετείς. Και δεν είσαι έτσι εσύ.
Μην ξεχνάς, άσε τον εγωισμό και θα έχεις έμενα παρέα.
Σε παρακαλώ, γύρνα, για σένα, για μένα. Για εμάς.
Γύρνα.


«Mου πες να δώσεις λίγο χρώμα στη ζωή μου, μα μετάνιωσες πριν από τη στροφή.
Πάλι στη σιωπή, πάλι στη απόγνωση μ' ένα γιατί
μόνοι και μαζί θα το δεις ότι το τέλος θα ναι λύτρωση, γιορτή·
είμαστε απλώς παράσιτα μες στο βοή
κι ανώνυμα στο πλήθος σβήνουμε τελείες μες στο άπειρο
σαν κάτοικοι αφιλόξενοι στης μοναξιάς τον οίκο, δεν ανήκω πουθενά
κι έχω έναν κώδικα πιο πάνω απ τα επίγεια δεσμά, μηδέν εφτά, μηδέν εφτά»

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Α.


Τα τραγούδια είναι σιωπές που φωνάζουν την αλήθεια.


Και είναι όμορφο να ξέρεις ότι υπάρχει κάποιος πάντα κάποτε να επικοινωνήσεις, κάποιος που θα σε ακούσει και θα καταλάβει, δεν θα γνέφει απλά καταφατικά το κεφάλι.

«Αν μπορούσα να γυρίσω λιγάκι το χρόνο πίσω
Θέλω μια αγκαλιά το βράδυ όταν κοιμάμαι
Και μου λείπεις
Να σκέφτομαι πολλά και να θυμάμαι πως μου λείπεις
Να γίνομαι σκατά με ξίδια και λέω πως μου λείπεις
Και ας είχες πει ένα βράδυ που έβρεχε πως δε θα φύγεις
Είχες πει πως δε θα φύγεις»
-Σαν Αφηγήσεις Ενός Τρελού - Blessed To


«Ήσουν δίπλα μου με θάρρος στην πιο κρίσιμη στιγμή 
Τότε σε έλεγα hip hop τώρα σε λέω μουσική 
Ήσουν συντροφιά τα βράδια όταν οι φίλοι είχαν χαθεί Να με γεμίζεις με δύναμη όταν είχα κουραστεί Μου 'λεγες να κρατήσω έστω την ψυχή μου καθαρή 
Τότε άλλαξα το όνομα σου και σε φώναξα ζωή 
……
Έτσι απλά σ' ευχαριστώ που ωρίμασες μ' εμένα 
Κι αυτά που νιώσαμε μαζί δεν είναι κατανοητά για τον καθένα »
-FF.C – Όσα μου’ μαθες εσύ

«Και είμαι εδώ το χέρι μου σου απλώνω 
παίρνω κουράγιο και μπορώ και μετανιώνω για όλα εκείνα που είχα πει στα βαριά δήθεν τραγούδια 
που δεν μοιράστηκα κρασί με τα αγγελούδια.»
-Λαβωμένο ξωτικό- Active Member

«Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας 
εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας 
….
Βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια γι' αυτό το παίρνω αγκαλιά 
και πριν μου γίνει συνήθεια θα' χω φύγει μακριά.»
-Θα 'χω φύγει μακριά- Active Member

«Μάθε πως μπορείς με ένα άγγιγμα στο στόμα, σε μια διάφανη ζωή, να δώσεις λίγο χρώμα.
..
Ίσως γεννήθηκα μόνο για να σ’ αγγίζω»
-Ν.Τ.Π- Διάφανη Ζωή

«Να μην φοβάσαι φως μου ξέσπασε στη αγκαλιά μου
γιατί εγώ θα σε κρατώ σφιχτά ν' ακούσεις την καρδιά μου
που χτυπάει από το βράδυ εκείνο που σ' είδα κοντά μου
γιατί βρέθηκες εκεί να μου θυμίζεις πως να ελπίζω
και μου θύμισαν τα μάτια σου τον ουρανό ν 'αγγίζω
αξίζω κάτι παραπάνω από το γκρίζο κ ατενίζω τα χρώματα της χαράς μα δεν τ' αγγίζω
ακόμα χρωματίζω εικόνα μέσα στον αγώνα γονατίσαν όλα
όλα αυτά που εγώ πίστεψα για μένα είχαν πεθάνει
την ψυχή μου άγγιξε λίγο να ξανανασάνει φτάνει»
-Άγνωστος Χειμώνας- Καιρός της Σιωπής

«Για μένα που χάθηκα σε αλκοόλ μπουκάλια,
γιατί δεν ήθελα να με δει κανείς σε τέτοια χάλια.
Για μένα που δεν φοβήθηκα να αγαπήσω,
που έβλεπα το τέλος μα διάλεξα να το ζήσω.»
-Για μένα- Ραψωδός Φιλόλογος

«Κλείνοντας να προσέχεις τίποτα άλλο μη σε νοιάζει
εσύ να σαι καλά για τα άλλα δεν πειράζει
κι αν βρεις κάτι μια φορά εμάς να σου θυμίζει
κόψτου αμέσως τα φτερά καθόλου μην ελπίζει.»
- 5 Επιστολές-Dust Rhymes


Θα μπορούσα να παραθέτω στίχους για ώρες, μα θα ήταν καλύτερο να μη το κάνω· για μένα. 
Πριν πω καληνύχτα θα ήθελα να πω ένα ευχαριστώ. Ξέρεις εσύ μικρέ. 
Γιατί μετά από καιρό μπορώ επιτέλους να μιλήσω, να κάνω επικόλληση δυο αράδες στίχων και να με καταλάβει κάποιος, να με νιώσει και να ταυτιστεί. 
Δεν χρειάζεται να μιλήσω πολύ για να με ακούσεις. Όμορφο είναι να σε ακούει κάποιος και να ξέρεις ότι κάτι σας ενώνει. 
Γιατί είναι άξιο θαυμασμού πως ο πόνος μπορεί να φέρει άτομα κοντά. 
Πως τα βιώματα σου, δεν σε απομονώνουν μα σε συνδέουν με κάποιον. 
Έτσι φίλε Α. θα σου ξαναπώ ευχαριστώ και τώρα που ήρθες, μη φύγεις. 
Μείνε, να έχουμε τη μουσική μας να μας ενώνει, και το παρελθόν να μας στοιχειώνει. 
Μα θα είμαστε παρέα.

Καληνύχτα.



Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

5:45








Για ακόμη μια φόρα η συζήτηση έφτασε σε 
εσένα. Δεν ήταν η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. 
Ήρθαν πολλές στιγμές που αναγκάστηκα να σκεφτώ όσα έχουν συμβεί στη ζωή μου, όσα νιώθω, όσα ανέχομαι και όσα πιστεύω ότι μπορώ ακόμη να αντέξω.


Δυστυχώς το συμπέρασμα στο όποιο κατέληγα κάθε φορά είναι ότι πλέον έχω χτυπήσει πάτο. Και λέω δυστυχώς γιατί τα πράγματα με μένα είναι κάπως χειρότερα από ό,τι θα μπορούσαν να είναι. 
Όταν φτάνεις στον πάτο, ξέρεις ότι υπάρχει μόνο μια διαδρομή· προς τα πάνω. 
Εμένα όμως η θέση μου είναι κάτω από ένα χέρι που συνεχώς με σπρώχνει ολοένα και πιο βαθιά στον λάκκο που ήδη γράφει το όνομα μου. 
Όταν ξυπνάς το πρωί μπορείς να πεις: «Είναι μια καινούρια μέρα, θα προχωρήσω». Εγώ φυσικά δεν είχα ποτέ τέτοιες μέρες. 
Ξυπνούσα και ήξερα ότι θα συμβούν όλα μπροστά στα μάτια μου. 
Τα δικά σου δεν είδαν ό,τι είδαν τα δικά μου. 
Τα αυτιά σου δεν άκουσαν ό,τι τα δικά μου.
Τα δάκρυα σου μπορεί να φώναζαν ένα όνομα, μα τα δικά μου είχαν μια τεράστια επιγραφή σαν από νέον που έγραφε «Δεν μπορείς να ξεφύγεις».


Και είναι αλήθεια, δεν μπορώ να ξεφύγω. Πώς να το κάνω άλλωστε; Να πω ένα «τέλος» και να γυρίσω την πλάτη μου; 
Πώς; Προκειμένου να έχω κάτι λίγο πιο εύκολο στη ζωή μου, θα απαρνηθώ εσένα; Εσένα που κόπιασα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου για να σε φέρω κοντά μου; 
Πώς; Πώς να ζήσω χωρίς εσένα, όταν εσύ είσαι η ζωή μου;


«Μη ξυπνήσω κάποια μέρα κι έχεις εξαφανιστεί, μια ζωή χωρίς ζωή.»


Όταν λοιπόν η μοίρα σε ρίχνει όσο πιο χαμηλά μπορεί σε οποιαδήποτε ευκαιρία της δοθεί, πώς σηκώνεσαι και προχωράς;


Το κάνεις. 
Πρέπει να το κάνεις· έτσι έπρεπε κι εγώ. 
Δε θα πω ότι τα κατάφερα πλήρως, μα έμαθα να στέκομαι στα πόδια μου. Σε αυτά τα πλήρως εξαντλημένα πόδια, που χωρίς παράπονο με μετέφεραν σε όλους τους πόνους που έτυχε να βιώσω. 
Μα πίστεψα και πιστεύω ακόμη σε εκείνα. 
Τα δικά μου πόδια είναι ούτως ή άλλως εκείνα που ήταν πάντα εκεί, εκείνα που με στήριξαν και δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. 


Κάποια στιγμή θα γίνω πιο δυνατή και το ξέρω. Όπως είπα σε μια φίλη σήμερα, «Εύχομαι ολόψυχα ο καθένας να πάρει ό,τι του αξίζει σε αυτή τη ζωή». Ίσως λοιπόν να δικαιωθώ. 
Το αξίζω πιστεύω κάπου βαθιά και πιστεύοντας σε αυτή τη δικαιοσύνη, έχω λόγο να ξυπνώ κάθε πρωί και να μπορώ να ελπίζω.


Μου το χρωστάω αυτό. Το χρωστάω στην Ειρήνη. Όπως και να έχει, τα έχω καλά μαζί της, γιατί καλώς ή κακώς, όταν πέσει η νύχτα και τα φώτα σβήσουν, όταν όλα έχουν χαθεί και δεν ξέρω που να στραφώ, εκείνη είναι πάντα εκεί. 
Εκείνη άκουγε τους λυγμούς, εκείνη έβλεπε τα δάκρυα, εκείνη ένιωθε τον πόνο. 
Κανείς άλλος.


Τα βράδια -τα μίζερα βράδια- είμαι εγώ και εκείνη. Θέλω όταν την κοιτάω στον καθρέφτη, να μπορώ να της πω: «Έκανα ό,τι μπορούσα».


Είναι 5:45 το χάραμα. Κάνεις δεν είναι ξύπνιος ίσως, μα δεν πειράζει. 
Εγώ έχω την Ειρήνη να μου κρατάει συντροφιά. 
Κάπου κάπου την ακούω που ψιθυρίζει «Όλα θα πάνε καλά»


Και θα πάνε· το ξέρω τώρα πια. 
Καλό ξημέρωμα. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Εκείνος



Και εκείνη μου είπε πως έκανα ό,τι έπρεπε και ό,τι μπορούσα να κάνω. Ο κύκλος αυτός έπρεπε να κλείσει. 
Δίκαιο είχε δυστυχώς.

Είναι όμορφο να ξέρεις ότι κάποιος είναι πάντα εκεί για σένα. 
Για μένα έτσι είναι εκείνος. Θα μου λείψεις. 
Εσύ είχες την ευκαιρία σου και φάνηκε να μην την θες. 
Εκείνος όμως, πάλεψε για μένα, ήρθε από πίσω μου όταν εγώ γύρισα την πλάτη, με κυνήγησε. Δεν άρπαξε απλά την ευκαιρία, προσπάθησε για αυτή, την ζήτησε.

Δεν σε κατηγορώ. Δεν μπορούσα να έχω απαιτήσεις. Γι’ αυτό και δεν το έκανα ποτέ. 
Δεν σου ζήτησα τίποτα, γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσες να το δώσεις.   
Δεν γράφω για να παραπονεθώ, υποσχέθηκα θα γίνω καλά.

Ξέρεις, διαβάζεις για τον έρωτα, ακούς για τον έρωτα, βλέπεις ταινίες για τον έρωτα, νομίζεις πως τον γνωρίζεις. Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να λέει «δεν έχω ξανανιώσει ποτέ έτσι για κανέναν», μα όσες φορές και να με ρώτησαν αν είμαι ερωτευμένη, δεν έγνεψα ούτε μια φορά καταφατικά, έλεγα δεν ξέρω. Πάντα πίστευα ότι όταν ερωτευτώ, θα το καταλάβω, δεν θα χρειαστεί να το σκεφτώ. Δεν θα υπάρχει χώρος για «δεν ξέρω». Θα ξέρω.

Τώρα; Αν με ρωτούσες τώρα, θα φώναζα πως ναι. 
Με όλη μου την ψυχή, με όλη μου την δύναμη, θα τσίριζα να το ακούσουν όλοι, θα έχανα την φωνή μου στην προσπάθεια μου να το διαδώσω, μα δεν θα έμενε κανείς χωρίς να το μάθει . 
Ναι τώρα πια ξέρω, είμαι.

Είναι αναμενόμενο όμως στην ζωή μας, να χάνουμε ό,τι αγαπάμε. 
Όπως διάβασα κάπου, αν δεν το χάσουμε, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε τι σήμαινε πραγματικά για μας;

«Λένε πως όπου, ένας έρωτας πεθαίνει, μια ανάμνηση φυτρώνει την αγάπη να ζεσταίνει μες το κρύο, εκεί που κάθε μας πικρό αντίο, κόβει λίγο απ’ το οξυγόνο της ψυχής για να ανασαίνει.»

Και ο δικός μας πέθανε. Βασικά ίσως θα ήταν καλύτερα να πω ότι ο δικός μου πέθανε. 
Για σένα μάλλον δεν υπήρξε. 
Έκανα λάθη, παραπάνω από όσα περίμενα ποτέ ότι θα κάνω. Έχασα τον εαυτό μου στην πορεία. Αναρωτήθηκα τι είχα πλέον απογίνει. Κανείς όμως δεν ήταν εκεί να μου απαντήσει.

Σε χάνω. Το βλέπω τώρα πια. Γυρίσαμε πίσω. Δυο χρονιά πίσω.
Κάποιες στιγμές πίστευα πως ήσουν δικός μου, μα τώρα πια έχω αρχίσει να αμφιβάλλω.  Γιατί βρίσκεις αγκαλιά πλέον αλλού. Έχεις αλλού να μιλήσεις, αλλού να απευθυνθείς. Κάνεις όμως δεν είναι όπως εγώ. Σε χάνω. Έφυγες μέσα στην νύχτα. Έκανες αυτό που ήξερες καλυτέρα από οτιδήποτε άλλο να κάνεις. 
Και το πρωί δεν ήσουν εκεί. 
Και πόνεσα. 
Και δεν είσαι πια τα πρωινά εκεί. 
Και δεν θα ξανά είσαι ποτέ.

Κάθε βράδυ λες ότι μ’ αγαπάς και κάθε βράδυ περιμένω να το ακούσω. 
Μα όσο περνά ο καιρός, ο χρόνος της αναμονής, όλο και λιγοστεύει. 
Ξέρω ότι όπου να’ ναι θα πάψω να το κάνω και αυτό. Σταμάτησες.

Μα εκείνος..ξαναγυρίζουμε σε εκείνον. 
Εκείνος όταν με κοίταξε, είδε στην ψυχή μου. 
Είδε τις πληγές που εσύ άφησες όταν έφυγες, και άνοιξε τα χέρια του να κουρνιάσω μέσα εκεί. Σαν ένα πουλί που κάποτε ήταν ελεύθερο μα τώρα είχε ξεχάσει να πετάει, αναζήτησα καταφύγιο στα δυο του χέρια.
Δεν έκλεισαν ποτέ.

Σιγά σιγά θυμήθηκα πως ήταν να πετάω. Εκείνος μου το έδειξε. 
Ήταν δίπλα μου, και μου έμαθε να κουνάω τα φτερά μου. 
Έδειξε τέτοια υπομονή, με λύτρωσε.

Ήταν το στήριγμα μου. 
Σαν ένα μωρό παιδί, που φοβισμένο τρέχει το βράδυ στην μαμά του, έτρεξα και εγώ σε εκείνον. 
Μου έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου, να περπατάω, να μιλάω. 
Μου έμαθε να γελάω, και μαζί του γελάω πάλι σαν παιδί.

Με εκείνον όλα είναι αλλιώς.
Μα εκείνος, δεν είναι εσύ. Κανείς δεν είναι. Κανείς δεν θα μπορέσει να είναι. Ποτέ.

Το ποτέ, είναι πολύς καιρός, μα εδώ η λέξη ταιριάζει.

Ελπίζω να βρεις κάτι στην ζωή σου να σε γεμίζει. 
Και αν το βρεις, μην κανείς το ίδιο λάθος με μένα, κρατά το σφιχτά και φύλαξε το με όλη σου την δύναμη. 

Μην σε νοιάζει για μένα. 
Θα γίνω καλά, το ξέρω.
Να προσέχεις.

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Το τραίνο






«Δεν θέλω να μιλάς, δεν θέλω να κοιτάς, δεν θέλω να σε ξέρω, δεν θέλω να μ' αγαπάς.»


Κι έμεινα εκεί, να κοιτάζω αυτό που μόλις είχες γράψει. 
Και πες μου, τι ένιωσες όταν μου το πες; Χαρά, ευχαρίστηση ή μήπως ικανοποίηση;  
Άπλωσα τα χέρια μου, να σου απαντήσω, και τα δάχτυλα μου δεν είχαν ζωή. Όσο και να τα πίεζα, δεν μπορούσαν να κουνηθούν, να φτάσουν τα πλήκτρα. 
Σταμάτησα ένα λεπτό, σκέφτηκα τι να σου πω, έγραψα μια δυο γραμμές, και μετά τις διέγραψα, έκανα ότι δεν υπήρξαν ποτέ.


Τι έπρεπε να κάνω;
Δεν ήξερα. Ακόμα δεν ξέρω. Ώρες μετά, όσο και να το σκεφτώ, μια σωστή απάντηση στα δικά σου λόγια, δεν μπορώ να βρω. 
Δεν υπάρχει.


Λυπάμαι. Πώς γίνεται να ξέχασες ό,τι έκανε; Να της συγχώρεσες τα πάντα; 
Πώς γίνεται να ξέχασες εμένα;
Πώς;


Αγαπημένος στίχος -τουλάχιστον για σήμερα- θα έλεγα πως είναι αυτός των Linkin Park: 'Sometimes goodbye is the only way.'
Θα μπορούσα να τον βάλω στην επανάληψη, να τον ακούσω εκατοντάδες φορές, μα ποτέ δεν θα τον κάνω δικό μου.


Δεν μπορώ να σε αφήσω. Μα πρέπει. Να προχωρήσω, να ξαναβρώ ό,τι έχασα για σένα, με πρώτο και καλύτερο τον εαυτό μου.


Φίλα την ακόμη μια φορά. Άσε την με το φιλί της να σε πάει κάπου καλά για σένα. 
Άσε με εμένα, το καλά έπαψε να βρίσκεται πια στους προορισμούς μου.
Φαίνεται, υπήρχε μόνο ένα δρομολόγιο για εκεί, και φυσικά εγώ έχασα το τραίνο.


Δεν πειράζει. Κρατάω ακόμη σφιχτά το εισιτήριο, να μου θυμίζει τι έχασα.
Ένα εισιτήριο που πλήρωσα ακριβά μα τώρα πια, δεν έχει καμία χρησιμότητα.
 Ένα εισιτήριο, για ένα τραίνο που δεν θα έρθει ποτέ ξανά.


Δεν μπορώ να κοιμηθώ, βλέπω μόνο την μορφή σου.


Ευχαριστώ που δεν μου άφησες ούτε αυτό.
Καλό μεσημέρι.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Ποια είμαι;






Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να αποκτήσεις ό,τι ζητούσες για πολύ καιρό, τι κάνεις;
Απλώνεις το χέρι σου και το παίρνεις. Ως εκεί, όλα καλά. Όταν το πάρεις όμως, τι γίνεται; Ποιος σου εγγυάται ότι θα μείνει εκεί; 
Κανείς.


Όταν αποκτάς κάτι που ήθελες απεγνωσμένα, κάνεις τα πάντα για να το κρατήσεις. 
Χάνεσαι και χάνεις. Χάνεις την αξιοπρέπεια σου, εξευτελίζεσαι. Πέφτεις στα πατώματα, και αδυνατείς να σηκωθείς. 
Όταν γευτείς το νέκταρ, πώς ξαναγυρίζεις στο απλό νερό;  Όταν έχεις δει αυτό που ποθούσες περισσότερο από την ζωή σου, να στέκεται δίπλα σου, πώς ξαναγυρίζεις σε μια ζωή χωρίς αυτό;
Πώς; Δεν το κάνεις. Δεν υπάρχει γυρισμός.


Ποια είμαι;
Δεν ξέρω. Ό,τι και να με ρωτήσεις, δεν ξέρω θα σου πω. Αλήθεια είναι, δεν ξέρω.
Πριν κάμποσο καιρό, βρέθηκα να έχω στα χέρια μου, αυτό που αποζητούσα χρόνια τώρα. 
Έκανα τα πάντα για να το κρατήσω, προσπάθησα, ξεπέρασα τον εαυτό μου, είπα και έκανα πράγματα τα οποία αν κάποιος μου έλεγε μισό χρόνο πριν ότι θα κάνω, πιθανότατα να τον περιγελούσα. 
Στην προσπάθεια μου να κρατήσω εκείνον, έχασα εμένα.


Έτσι είναι. 
«Λένε πως όπου κάποιος ζητάει με εγωισμό ό,τι δεν του ανήκει για πάντα να κάνει δικό του, ότι όλα αυτά που είχε επιζητούν πίσω κάθε στιγμή και θα τον βρουν το βράδυ στο όνειρο του.» 


Πώς λοιπόν να κοιτάξω πίσω τώρα πια; 
Πώς να ξαναβρώ εμένα, όταν δεν ξέρω πια τι έχω απογίνει και τι έχει απομείνει από την Ειρήνη που ήξερα; 
Πώς να προχωρήσω, όταν δοκίμασα το νέκταρ και τώρα πια τίποτα άλλο δεν έχει την γεύση την δική του; 
Πώς να συνεχίσω όταν ό,τι και να δοκιμάσω πια, δεν θα καταφέρει πότε να είναι τόσο γλυκό όσο εκείνος; 
Πώς θα προτιμήσω μια άλλη γεύση, όταν έχω ακόμη στα χείλη μου την δική του;


Δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω πια. 
Δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω, πώς είμαι, ποια είμαι, τι θέλω, που πάω.


Είναι βράδυ. Με φοβίζει το σκοτάδι τώρα πια. Μου θυμίζει εκείνον. Και διψάω.
Μα κανένα ποτό δεν φτάνει την δική του γεύση.
Και διψάω, και φοβάμαι.
Πρόσεχε, ξεδίψασε κάποιο άλλο στόμα τώρα. Δεν πειράζει, αρκεί να είσαι καλά.
Καληνύχτα.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Λεπτή γραμμή



Όταν κοιμάσαι δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι όχι. Τα όνειρα σου, αυτές οι στιγμές εικονικής πραγματικότητας που φαντάζουν πέρα για πέρα αληθινές, μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις μια πληθώρα συναισθημάτων.
Φόβος, χαρά, λύπη, αγωνία, όλα είναι εκεί.
Πώς ξεχωρίζεις λοιπόν τι είναι πραγματικό;
Η διαχωριστική γραμμή είναι τόσο λεπτή.
Ένα λάθος βήμα και ξαφνικά χάνεις το παιχνίδι. Γιατί όλα ένα παιχνίδι είναι στην ζωή αυτή. Ένα παιχνίδι εξουσίας στο οποίο μοιάζει να κερδίζει αυτός που νοιάζεται λιγότερο.

Όπως ήταν φυσικό, εγώ έχασα.
Μ' αρέσει να χάνω σε αυτό το παιχνίδι. Το να κερδίζω δεν ήταν ποτέ το «φόρτε» μου. Το αδύνατο σημείο μου ήταν πάντα ότι νοιαζόμουν υπερβολικά.
Ακόμη το κάνω. Δεν μετανιώνω όμως, δική μου επιλογή είναι.

Κάπου διάβασα ότι το μόνο που χρειάζεται για να οδηγηθεί ακόμη και ο πιο λογικός άνθρωπος στην τρέλα, είναι μια άσχημη μέρα.
Οι δίκες μου μέρες είναι μόνο τέτοιες.
Μίζερες μέρες, συνοδευόμενες από μόνο λάθος βήματα. Εκεί που πατούσα πάνω στην γραμμή, έχασα τον δρόμο μου.
Δεν ήταν μόνο αυτή όμως η απώλεια μου.

Τον τελευταίο μήνα, φοβάμαι να κοιμηθώ. Έχοντας πια χάσει τα λεπτά αυτά όρια, ζω στον φόβο. Κλείνω τα μάτια μου και εικόνες που διαταράσσουν τα πάντα στην ψυχή μου, ξεπηδούν από το πουθενά.
Δεν είναι εύκολο ξέρεις να βλέπεις πράγματα που δεν μπορείς να έχεις.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η θεματογραφία είναι πάντα διαφορετική. Κάθε βράδυ, κάθε όνειρο, καθεμία πραγματικότητα φωνάζουν πράγματα που όσο σφιχτά και να κλείσω τα αυτιά μου, δεν μπορώ να αγνοήσω.
Στιγμές χαράς που με στοιχειώνουν καθώς δεν γυρνούν πίσω, στιγμές στις οποίες ο μεγαλύτερος μου φόβος γίνεται πραγματικότητα.

Πώς γίνεται να παραμείνεις λογικός όταν τα πάντα γύρω σου σε ωθούν στην τρέλα;
Όσο και να ψάχνω, η απάντηση δεν έρχεται ποτέ. Η ζωή δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι τελικά, είναι ένας αγώνας.
Όσο και να τρέξω όμως, η τερματική γραμμή μοιάζει να απομακρύνεται ολοένα και πιο πολύ.
Ώσπου κουράζομαι. Τα πόδια μου δεν μπορούν να με οδηγήσουν παραπέρα. Το σώμα μου αντιστέκεται σθεναρά, δεν αντέχει άλλο. Όχι άλλο πόνο.

Παιχνίδι, αγώνας, οτιδήποτε και αν είναι, εγώ έμαθα ότι δεν ξέρω να κερδίζω.
Κάποιος μου πε ότι αν δεν μπορώ να κερδίσω, να κοιτάζω να μην χάνω επίσης.
Εγώ έχασα και το πληρώνω κάθε μέρα.

Είναι αργά, δεν έχουν νόημα οι λέξεις. Και πάλι δεν ξέρω τι έχει νόημα.
Είναι άσχημο να μην ξέρεις πώς να συνεχίσεις. Πώς να ονειρευτείς.
Δεν μ’ αρέσουν τα όνειρα, με μπερδεύουν.
Συγγνώμη Ειρήνη για το πώς κατάντησα.
Συγγνώμη για όλα.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Το τέλος








Κάποτε με ρώτησαν τι φοβάμαι περισσότερο. Είπα τίποτα, ήμουν μικρή. Καθώς μεγάλωνα, έψαχνα συνεχώς απάντηση στο ερώτημα αυτό, όλοι φοβούνται κάτι, δεν μπορούσα να είμαι ατρόμητη. 
Σήμερα, μετά από τόσα χρονιά, η απάντηση ήρθε. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι η μοναξιά. 
Όχι η μοναξιά του να είσαι μόνος σε ένα δωμάτιο, μα του να είσαι σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, και να νιώθεις λες και δεν υπάρχει κανείς.


Ημέρα πέμπτη.


Εύχομαι να μπορούσε κάποιος να με καταλάβει. Ίσως έχω γίνει κουραστική, δεν μου φταίνε οι άλλοι. Μα σήμερα είναι από τις μέρες που νιώθω τόσο μόνη. 
Να μην μου λες "σ' αγαπάω" αν δεν το εννοείς. Δεν είναι έτσι αγάπη, δεν τα ξέρεις καλά μου φαίνεται. Η αγάπη είναι συνεχής επιβεβαίωση, όχι με λόγια μα με πράξεις. 
Μα που ήταν οι πράξεις όταν εγώ τις είχα ανάγκη; 
Όταν φώναζα, τσίριζα, μα δεν είχα φωνή.
Θα ήθελα να με ακούς, ακόμα και όταν δεν έχω κάτι να πω.


Που ήσουν εσύ; 
Χθες το βράδυ, όταν άτομα που δεν έχουν ζήσει τίποτα μαζί μου σε σχέση με σένα, δεν με άφησαν λεπτό. 
Όταν φώναζα στην μέση της Αθήνας και τραγουδούσα για να μην κλάψω; Όταν τα δάκρυα κέρδισαν; Όταν δεν άντεξα και ξέσπασα; 


Ξέρεις τι είναι να ντρέπεσαι για σένα; Να κλαις τόσο συχνά που να σκέφτεσαι ότι πάσχεις από καμία νοητική στέρηση; Να μην μπορείς να εκτιμήσεις τα πιο μικρά και όμορφα πράγματα γύρω σου; 
Ξέρεις τι είναι να βλέπεις ό,τι αγαπάς πιο πολύ να απομακρύνεται; 


Εγώ ξέρω.


Δεν ήθελα να μάθω, φυσικά και όχι. Εύχομαι να μην χρειαστεί κανείς άλλος να μάθει. 
Το κενό που νιώθω τώρα, δεν με αφήνει να αναπνεύσω. Ανοίγω το στόμα, μα αέρας δεν μπαίνει. 
Εύχομαι να είσαι περήφανος που είσαι το οξυγόνο κάποιου. Εγώ εδώ όμως παθαίνω ασφυξία. 
Τραγούδια φωνάζουν το όνομα σου, στίχοι γράφονται για σένα.
Σε σκέφτομαι συνέχεια.
Πως με αγαπάς εσύ; 
Δεν θέλω τυπικότητες, αν μ’ αγαπάς να το λες. Αν έπαψες να το κάνεις, πες το. Δεν σε θέλω εδώ να μου λες ψέματα. Εγώ είμαι δική σου, είτε με αγαπάς, είτε όχι. 
Θέλω να ξέρω που πατάω, που βαδίζω, που πηγαίνω. 
Θέλω να ξέρω ότι ό,τι λες το εννοείς. Θέλω να μου μιλάς. Σταμάτησες να το κάνεις. 
Ζηλεύεις λες τους άλλους.
Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθείς τι με έκανε να στραφώ εκεί. Για μένα ήσουν τα πάντα, και εσύ με έριξες αλλού.


Λυπάμαι, θα μου πάρει καιρό αλλά θα γίνω καλά. Το κενό δεν θα καλυφθεί, μα εγώ θα κοιτάξω προς άλλη κατεύθυνση. 
Θα ξαναχαμογελάσω, θα ξαναγελάσω, θα ξαναείμαι εγώ. Μα θα είμαι εγώ χωρίς εσένα και εσύ χωρίς έμενα. 
Χαίρομαι που εσύ θα μπορείς να το κάνεις, δείχνεις ότι είσαι πιο δυνατός.
Τέτοια δύναμη εγώ δεν την ήθελα. 
Μου λείπεις ήδη, και ας είσαι ακόμη εδώ.


Θα φύγεις, το ξέρω. Κουράστηκες. Κουράστηκες εμένα, βαρέθηκες εμένα. Δεν σε κατηγορώ.
Δεν είχα τίποτα ιδιαίτερο ποτέ.
Δεν θα τις πω αυτές τις δυο λέξεις, δεν ξέρω πότε θα τις ξαναπώ. Σε ευχαριστώ που με έκανες να τις φοβάμαι. 
Καλό απόγευμα.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Ένας χρόνος μετά






Τίποτα δεν είναι πια ίδιο. Κάθε μέρα αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχες φύγει από δίπλα μου. Πως θα ήταν να είσαι ακόμη δικός μου. Εγώ είμαι δική σου να ξέρεις. Μπορεί να έμοιαζε ότι χάθηκα σε ξένες αγκαλιές, ότι βρήκα παρηγοριά αλλού, μα κανείς δεν γέμισε το κενό που άφησες εσύ. Κανείς δεν το κατάφερε ως τώρα.


Μπορεί να φταίει ότι εγώ δεν ήθελα να κλείσει η πληγή. Δεν θέλω να σε ξεχάσω. Δεν θέλω να προχωρήσω. Θέλω να έρθεις εσύ να γεμίσεις το κενό. Θέλω εσένα να με κάνεις να νιώσω ξανά ολόκληρη. Και αν δεν έρθεις εσύ, ίσως καλύτερα να μείνει εκεί το κενό. Να μου θυμίζει τι πέρασα, τι έζησα. Να μου θυμίζει εσένα.
Μα τι λέω; Είναι πότε δυνατόν να ξεχάσω εσένα;


Φυσικά και όχι! Ποτέ δεν θα το κάνω. Ήρθες από το πουθενά και άγγιξες κάτι που δεν κατάφερε κανείς άλλος έστω και να πλησιάσει μέχρι τώρα, την ψυχή μου. Μια ψυχή που τώρα πια έχεις στιγματίσει. Σαν μια πέτρα, χάραξες το όνομα σου, και κανένα κύμα δεν μπορεί να το σβήσει. Φωνάζει εσένα, εσένα θέλει.


Γύρνα. Γύρνα να την ακούσεις. Όλα σε φωνάζουν. Βαρέθηκα να βλέπω το ίδιο γνώριμο σκηνικό στα όνειρα μου. Βαρέθηκα να σε έχω μόνο εκεί. Βαρέθηκα να κοιτάω την πλάτη σου. 
Πονάω. Πόνος, αυτό είναι που νιώθω. Πόνος γιατί σε είχα και σε άφησα να φύγεις. Πόνος γιατί τώρα ξέρω τι έπρεπε να είχα κάνει. Έπρεπε να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου και να μην ανοίξω ποτέ τα χέρια μου. Να σε κάνω να νιώσεις ασφαλής, να θες να μείνεις.


Δεν το κατάφερα όμως. Απέτυχα παταγωδώς και τώρα το μετανιώνω.
Δεν σε καταλαβαίνω βασικά. Είσαι ίσως το πιο περίπλοκο άτομο που ξέρω. Εύχομαι όμως να μην με κοίταζες με αυτά τα μάτια. Γιατί κάποτε τα δικά μου συναντούν τα δικά σου και όταν τα κοιτώ, βλέπω τα λάθη μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ ακόμη και ένα χρόνο μετά ότι δεν είσαι πια δικός μου. Αγαπάω τα πάντα πάνω σου, στο έχω ξαναπεί. Μα με πονάει.


Μην με ξεχνάς. 
Μα τώρα ξέρω τα παραμύθια, τα νικά η συνήθεια, η λησμονιά.
Δεν σε ξεχνάω ούτε εγώ. Θα είμαι πάντα εκεί, να παρατηρώ και να προσπαθώ, να φροντίζω να είσαι καλά, σιωπηλά χωρίς αντάλλαγμα.
Να χαμογελάς, το αγαπώ αυτό το χαμόγελο. Και όταν με κοιτάς, κοίτα καλά. Κράτα τα όμορφα. 
Εγώ ήμουν εκεί μαζί σου, όταν δεν σου έφτανε ο χρόνος. 
Εγώ είμαι και πάλι. Μην ξεχνάς, αυτό θέλω μόνο.
Ευχαριστώ.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Είσαι εδώ






Χαθήκαμε, σκορπίσαμε σε χωριστά σοκάκια, μα κάτι μας κρατά για πάντα φιλαράκια. 
Θυμάσαι; Θυμάσαι τους στίχους στα θρανία; Την καρδιά και τα φτερά; Θυμάσαι τα λόγια, τις υποσχέσεις, τα γέλια, τις πλάκες, τους εγωισμούς, τους τσακωμούς; Πρέπει να τα θυμάσαι. Είναι από τα πράγματα που δεν πρέπει να ξεχάσεις. Ήταν αληθινά. 


Χάθηκες, χάθηκα. Άλλαξες, άλλαξα. Μεγαλώσαμε. 
Δεν πειράζει. Ξέρω ότι όταν σε έχω περισσότερο ανάγκη, θα είσαι εκεί. Το αποδεικνύεις κάθε φορά, κάθε στιγμή. Είσαι το μόνο άτομο που μπορεί να κάνω να μιλήσω μέρες, και όταν βρεθούμε να είναι σαν να μην έχει περάσει δευτερόλεπτο. Είσαι αδελφή για μένα, με συμπληρώνεις με τρόπο που δεν φαντάζεσαι.


Δεν ξεχνάω τις ατέλειωτες ώρες στα τηλέφωνα. Εμένα στο πάτωμα της κουζίνας, ξαπλωμένη, μέσα σχεδόν στο γωνιακό ντουλάπι, προσπαθώντας να μιλήσω για έναν βλάκα γκόμενο στην ‘κολλητή μου’. Μα και οι βλάκες αυτοί, είχαν την αξία τους. Και μου έδωσαν τότε ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Μια κολλητή. Δεν είσαι κολλητή μου πια. Είσαι οικογένεια. Λένε την οικογένεια δεν την διαλέγεις. Εγώ την δική μου, την διάλεξα. 


Μπορεί να με εκνευρίζεις, μπορεί να σε εκνευρίζω μα έχει και αυτό την πλάκα του.
Αγάπη δίχως νάζια, να δεις δεν θα έχει νοστιμάδα. Γιατί με αγαπάς, φυσικά και με αγαπάς. Και εγώ σε αγαπώ. Έχουμε μια περίεργη σχέση ξέρεις. Δεν αγαπιόμαστε γιατί πρέπει να αγαπηθούμε, αγαπιόμαστε γιατί το θέλουμε. Χαθήκαμε όμως. Όλοι χάνονται.
Όλα αλλάζουν και τίποτα δεν μένει, λένε. Στο χέρι μας είναι να μην χαθεί τίποτα.


Δεν σε παρεξηγώ, δεν σε κατηγορώ. Εγώ φταίω. Μα αν σκέφτεσαι λεπτό ότι έβαλα άτομα πάνω από σένα, άσε την σκέψη να πετάξει μακριά. Την σχέση μου μαζί σου, δεν την πέτυχε ποτέ κανείς. Δεν ξέρω αν θα το κάνει, δεν θέλω να μάθω.


Ποτέ δεν είπα κάτι που να έχει σημασία σε κάποιον πριν από σένα. Ποτέ δεν σου έκρυψα κάτι που να μετράει. Έχεις δει την ψυχή μου και με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Μπορεί να νομίζεις ότι ξέχασες πως είναι να είσαι μαζί μου, αλλά όταν κοιτάς με βλέπεις.


Λένε ότι μπορεί να κοιτάς, μα να μην βλέπεις. Εσύ βλέπεις, χωρίς να κοιτάς. Δεν ξέρω πως το κάνεις. 


Ευχαριστώ για όλα όσα έχεις κάνει για μένα. Και που σαι, να γελάς. Το γέλιο σου με γεμίζει χαρά. Ο ήχος του είναι συνυφασμένος στο μυαλό μου με απόλυτη γαλήνη και ένα αίσθημα διάχυτης ευτυχίας. Το γέλιο σου είναι ζωή. Για μένα, για σένα, για όλους.


Μην χάνεσαι. Μην γίνεσαι ξένη. Κρίμα είναι ξέρεις. 
Δεν θα τις πω τις δυο λέξεις. Έχουν χάσει το νόημα τους τώρα πια. Μα τις εννοώ. Τις εννοώ με όλο μου το είναι, και δεν νομίζω ποτέ να πάψω να το κάνω όσος καιρός και να περάσει. 
Μην κλάψεις ποτέ και μην με αφήσεις. Σε έχω ανάγκη, περισσότερο από όσο φαντάζεσαι.
Να μου προσέχεις ένα από τα πολυτιμότερα πράγματα που έχω, εσένα.
Καληνύχτα.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Είναι για σένα






Κανείς δεν ξέρει ποτέ τι θα συναντήσει στην επόμενη γωνία. Ούτε και εγώ ήξερα. Η δική μου γωνία όμως έκρυβε κάτι σημαντικό. Πολλοί μιλούν για ένα χάσμα γενεών και για διαφορά ηλικίας. Η δική μας απαντούσε στα τρία χρόνια.


Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Ήσουν εκεί σε στιγμές που δεν ήταν άλλοι. Με έκανες να χαμογελάσω όταν το είχα ανάγκη. Στις σκοτεινές μέρες μου που καλώς ή κακώς δεν ήταν λίγες, κατάφερες να σταθείς εκεί. Μια μικρή ηλιαχτίδα φωτός και ξαφνικά δεν έμοιαζαν όλα τόσο σκούρα. 


Είναι για σένα. Φυσικά και είναι για σένα. Κάνεις δεν ξέρει πως μετράς, τι ρόλο παίζεις και αν έχεις σημασία ή όχι. Εγώ όμως ξέρω. Ξέρω ότι όταν δεν ήξερα τι έχω, τι χάνω και ποια είμαι, ήσουν εκεί. Με άκουσες, στάθηκες κοντά μου και μου χάρισες ό, τι πολυτιμότερο μπορούσες να μου χαρίσεις, την παρέα σου.


Πέρασα πολλά αυτούς τους μήνες, μα εσύ ήσουν ίσως αυτό που μου χρωστούσε ο θεός. 
Δεν ξέρω με ποιο τρόπο να πω ευχαριστώ. Δεν ξέρω καν αν η λέξη αυτή έχει το νόημα που εγώ θέλω να της δώσω. Με τράβηξες από την δίνη που με είχε καταπιεί. Κατάφερα να νιώσω καλυτέρα, χαρούμενη και ότι κάποιος είναι εκεί. Δεν ξέρω πώς να το θέσω και πώς να εκφραστώ. Μάλλον δεν είμαι καλή σε αυτό. 
Τώρα μιλάμε και νιώθω ξανά ευγνώμων. Δεν χρειάζεται καιρό για να δεθείς με κάποιον.
Δεν χρειάζεται χρόνια για να πεις το άπειρα. Δεν χρειάζεται να με πιστέψεις.


Έκανα λάθη, το ξέρεις και το ξέρω. Δεν θέλω να σε χάσω, φυσικά. Ποιος θα ήθελε άλλωστε στην θέση μου; Μην αλλάξεις. Μείνε όπως είσαι. 


Να ξέρεις ότι χαμογελάω όποτε βλέπω το όνομα σου στο κινητό μου, και την επαφή σου στο msn μου. Να ξέρεις ότι μετράς. Να ξέρεις ότι θα είμαι εδώ. 


Μην φύγεις. Ευχαριστώ.
 Άπειρα.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Aπολογισμός




Είπα ότι έχω χάσει τον εαυτό μου. Αλήθεια είναι. Αυτές τις μέρες νιώθω ολοένα και κάποια άλλη. 
Έπιασα το μυαλό μου να κάνει σκέψεις που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανε. 
Δεν ξέρω πια ποια είμαι, τι θέλω, τι κάνω και που πάω. 

Μέχρι τώρα είχα έναν προορισμό. Τώρα πια δεν έχω τίποτα να περιμένω. Νιώθω όλο και περισσότερο να με σιχαίνομαι. Κανείς δεν μου φταίει, εγώ με έφερα εδώ. Εγώ ήμουν εκείνη που με κατάντησα έτσι.

Πάει καιρός που σταμάτησα να χαμογελάω. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπαψα πια να βλέπω την θετική πλευρά των πραγμάτων. Όλα μοιάζουν μαύρα, ανούσια. Κοιτάω στον καθρέφτη και βλέπω πια μια σκιά και δυο μάτια άδεια. Ανέκφραστο πρόσωπο με μια ταλαιπωρία διάχυτα ζωγραφισμένη σε όλο το μήκος και το πλάτος του. Νιώθω λες και ξέχασα να χαμογελάω. Λες και οι μύες του προσώπου μου διέγραψαν αυτήν την εντολή από το σύστημα τους. Δεν ξέρω πια πώς να το κάνω. Δεν μπορώ.


Εσύ ήσουν, είσαι και θα είσαι ο λόγος που χαμογελούσα. Μα έφυγες. Ένα πρωί απλά δεν ήσουν εκεί. Σου είχα πει κάποτε πως ‘δεν είναι λογικό να με αγαπάς, δεν έχω τίποτα να σου δώσω’ και μου απάντησες απλά και λιτά πως σου δίνω, απλά ξέροντας ότι κάποιος είναι εκεί και σε αγαπάει. Ακόμα εδώ είμαι, μα μοιάζει λες και βρήκες κάτι άλλο να σου δίνει χαρά. Έδινες νόημα στην ζωή μου και δεν σε νοιάζει πια. Αλλάζουν τα πράγματα, οι καταστάσεις, οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι..
Άλλαξες και εσύ.

Δεν ξέρω πια αν με αγαπάς όσο έλεγες ότι κάνεις. Δεν ξέρω πια αν είναι τίποτα ίδιο. Ξέρω απλά ότι είμαι εδώ, χωρίς εσένα. Θέλω να αλλάξω, να γίνω όπως εσύ. Να μην νιώθω τίποτα, να μην πονάω και να μην νιώθω καθετί να γκρεμίζεται γύρω μου ανά πάσα στιγμή.
Θέλω να ηρεμήσω, να βρω κάτι να με βοηθήσει να σταθώ στα πόδια μου. Θέλω πίσω την ζωή μου, το χαμόγελο μου. Θέλω να νιώσω καλά, να μην πονάω. Θέλω εσένα, για μένα. Μόνο για μένα.

Μα πάνω από όλα θέλω να είσαι καλά. Να ξέρω πως ζεις για σένα και πως ίσως κάποια στιγμή το χαμόγελο σου να προκληθεί από το άκουσμα της φωνής μου.

Μην με ξεχνάς. Πάρε με μια αγκαλιά. Είμαι εδώ για σένα. 
Να προσέχεις, καλή τύχη, σ’ αγαπώ.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

6 μέρες






Πέρασε τόσος καιρός. 6 μέρες. Κράτησε 6 μέρες. Όλα αυτόν τον καιρό, μοιάζουν να κρατούν μόνο 6 μέρες. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι έγινε και πέρασαν οι 6 μέρες. 
Λες και κάποιος είχε βάλει ημερομηνία λήξης σε όλο αυτό. Με είδε καλά, ευτυχισμένη και είπε από μέσα του ότι μόνο αυτές τις 6 μέρες είχα. Μα εγώ δεν το ήξερα.
Δεν πρόλαβα να σε χορτάσω βλέπεις. Και τώρα είσαι αλλού. 6 μέρες.
Λένε πως όταν αγαπάς κάποιον, χαίρεσαι όταν είναι καλά. Φυσικά και χαίρομαι. Ακόμα και αν το να είσαι καλά, έπαψε πια να σχετίζεται με εμένα.
Γιατί για εκείνες τις 6 μέρες, ήσουν καλά γιατί ήμουν και εγώ καλά. Γιατί για 6 μέρες ήσουν δικός μου.
"Ήμουν εκεί και ήσουν εκεί, θα μου λείψεις" λέει ένας στίχος. Θα μου λείψεις; Φυσικά και θα μου λείψεις. Ήδη μου λείπεις.
Ήδη νιώθω την απουσία σου να έχει ποτίσει κάθε ιστό του κορμιού μου. Όλα εδώ λένε ότι υπήρξες. Όλα σε θυμίζουν. Όλα συνδέονται με σένα. 6 μέρες.
Η μπλούζα αυτή ήταν εκείνη που φορούσα εκείνη την Κυριακή. Ίσως αν την ξαναβάλω να μου φέρει γούρι, να συμβεί ό,τι και τότε.
Αλλά μάλλον όχι..
6 μέρες.


Και δεν καταλαβαίνω. Και είναι το μόνο που κάνω πια αυτόν τον καιρό. Δεν μπορώ απλά να καταλάβω. Όχι γιατί έφυγες, δεν περίμενα να μείνεις. Δεν θυμάμαι τι περίμενα όμως.
Είναι από τα πράγματα που δεν καταλαβαίνω. 6 μέρες. Σ’ αγαπάω; Φυσικά και το κάνω. είσαι τα πάντα για μένα. Πάντα ήσουν. 
Βασικά τώρα πια έχει γίνει το 28 ο αγαπημένος μου αριθμός.
Δεν ξέρεις, δεν θα μάθεις. Δεν θες να μάθεις, δεν θυμάσαι. Το ήξερα ότι μόνο εγώ θα θυμάμαι. 6 μέρες.
Και αναρωτιέμαι τι περίμενα; Τίποτα δεν θυμάσαι. Τίποτα που να έχει σχέση με έμενα ίσως.
Αστείο δεν είναι; Ό, τι θυμάμαι έχει να κάνει με σένα και δεν θυμάσαι τίποτα που να σχετίζεται με έμενα. Δεν λυπάμαι. Το ήξερα. 6 μέρες.


Λόγια; 6 μέρες. Υποσχέσεις; 6 μέρες. 
Ακόμα θυμάμαι το χαμόγελο σου. 6 μέρες. Σε άκουγα να λες 'θα μου δώσεις ένα φιλί;' και δεν το πίστευα ότι εσύ ήσουν εκείνος που το έλεγε αυτό. 6 μέρες.


6 μέρες και τώρα τίποτα. Πώς γίνεται 6 μέρες να έχουν περισσότερο νόημα από 18 χρονιά;
Δικός μου είσαι ακόμα. Φυσικά και είσαι. Πάντα θα είσαι. Γιατί με αγαπάς και το ξέρω. 
Με αγαπάς πιο πολύ απο όλους. Kαι εγώ το ίδιο.  6 μέρες.


Και η ηρεμία μου, 6 μέρες κράτησε. Γιατί με στοιχειώνουν ΟΛΑ. Γιατί την φιλούσες μπροστά μου.
Που να φανταστείς; Ποιος να στο πει; 6 μέρες.
Και είναι τόσο καλή. Αστεία, πανέμορφη, καταδεκτική. Και μου είναι δύσκολο να μην την συμπαθήσω. Και πρέπει. Γιατί; Γιατί σε έχει. Και εγώ δεν σε έχω. 
Αλλά σε είχα. 6 μέρες.
Δεν φταις.  Προσπαθείς, το βλέπω. Μα δεν ξέρεις. 6 μέρες.
Εσύ είσαι ο λόγος που χαμογελάω. 6 μέρες.
Ένα μεσημέρι, κράτησες το πρόσωπο μου στα δυο σου χέρια και ήθελα να μείνω για πάντα εκεί. 6 μέρες.
Ένα πρωί μου έστειλες 'καλημέρα' και όλα έφτιαξαν. 6 μέρες.


Βασικά εικοσιοκτώ και βασικά 6 μέρες. Ίσως να λέω συνέχεια βασικά, μα μου αρέσει. 6 μέρες.
Βασικά πονάω και βασικά μου λείπεις και βασικά σ’ αγαπάω και βασικά 6 μέρες.


Τις μετανιώνω αυτές τις μέρες. με γύρισαν χρόνια πίσω. 
Τα πάντα γυρνούν γύρω σου πια. 
6 μέρες. 6 πανέμορφες μέρες. 6 απαίσιες μέρες. 6 μέρες. 

Μια ζωή. 
Η δική μου, δική σου. 
6 μέρες.